- θρομβώδη
- θρομβώδηςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)θρομβώδηςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)θρομβώδηςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρομβώδης — ες (Α θρομβώδης, ες) [θρόμβος] αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους νεοελλ. αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. επίρρ... θρομβωδώς με θρομβώδη τρόπο … Dictionary of Greek
τροφιώδης — ῶδες, Α [τρόφις] 1. αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, θρομβώδης («οὖρα τροφιώδεα», Ιπποκρ.) 2. (η γεν. πληθ.) τροφιωδέων (κατά τον Ερωτιαν.) «σποδιωδῶν τροφιὰ γὰρ ἡ σποδιὰ λέγεται» 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τροφιῶδες με θρομβώδη τρόπο («τροφιῶδες… … Dictionary of Greek